- καταπροΐξομαι
- καταπροΐξομαι και αττ. τ. καταπροίξομαι (Α)(πάντοτε με άρνησημέλλ. που απαντά σε δοκίμ. συγγρ.ο αόρ. καταπροΐξασθαι μόνο στον Πλούτ.) πράττω κάτι κακό χωρίς ποινή, χωρίς εκδίκηση, μένω ατιμώρητος, ανεκδίκητος, διαφεύγω την τιμωρία («οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε λωβησάμενος καταπροΐξεται» — δεν θα μείνει ατιμώρητος, αφού μέ πλήγωσε, μέ κακοποίησε, Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + προΐξομαι (μέλλ. τού προΐσσομαι < προίξ «δώρο»)].
Dictionary of Greek. 2013.