καταπροΐξομαι

καταπροΐξομαι
καταπροΐξομαι και αττ. τ. καταπροίξομαι (Α)
(πάντοτε με άρνηση
μέλλ. που απαντά σε δοκίμ. συγγρ.
ο αόρ. καταπροΐξασθαι μόνο στον Πλούτ.) πράττω κάτι κακό χωρίς ποινή, χωρίς εκδίκηση, μένω ατιμώρητος, ανεκδίκητος, διαφεύγω την τιμωρία («οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε λωβησάμενος καταπροΐξεται» — δεν θα μείνει ατιμώρητος, αφού μέ πλήγωσε, μέ κακοποίησε, Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + προΐξομαι (μέλλ. τού προΐσσομαι < προίξ «δώρο»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταπροίξομαι — shall fut ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπροίξεαι — καταπροίξομαι shall fut ind mp 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπροίξει — καταπροίξομαι shall fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπροίξεσθαι — καταπροίξομαι shall fut inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπροίξεται — καταπροίξομαι shall fut ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπροίξονται — καταπροίξομαι shall fut ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπροίξῃ — καταπροίξομαι shall fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”